- καταζώ
- καταζῶ, -άω (Α)1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.)2. επιστρέφω στη ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταζῶ — καταζάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταζάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάζω — κατά ἄζω dry up pres subj act 1st sg κατά ἄζω dry up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταζώ — άω, Α ζω μαζί με άλλον, συζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζῶ «περνώ ολόκληρη τη ζωή μου»] … Dictionary of Greek